- όχτος
- ο1. μικρό ύψωμα γης.2. όχθη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
όχτος — ο βλ. όχθος … Dictionary of Greek
μουλ(λ)ωχτός — και μολ(λ)ωχτός και μολ(λ)οχτός, ή, ό (Μ μουλ[λ]ωτός, ή, ό[ν]) [μουλ(λ)ώχνω] 1. σιωπηλός, άφωνος ακίνητος 2. αυτός που ενεργεί ύπουλα και αθόρυβα, κρυψίνους («μουλωχτό σκυλί») νεοελλ. παροιμ. «ο θεός να σέ φυλάει από μουλωχτό ποτάμι» λέγεται για… … Dictionary of Greek
όχθος — και όχτος, ο (Α ὄχθος) 1. χαμηλό ύψωμα γης, μικρός λόφος 2. (σπανίως) όχθη ποταμού αρχ. 1. (για τη λέπρα) σαρκώδες έκφυμα τού σώματος, οίδημα 2. φρ. «Ἄρειος ὄχθος» ο λόφος τού Αρείου Πάγου (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχθη, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek